top of page

Το στοίχημα του Νανσύ

2 February 2022

Το στοίχημα του Νανσύ
PHILOSOPHY

Χωρίς τίτλο, William Joseph Kentridge, 1998. Πίστωση εικόνας: MoMA

Εάν η φιλοσοφία πρέπει να διασωθεί για μια άλλη αρχή, τότε πρέπει πρώτα να απελευθερωθεί από τη φυλετικοποίηση [racialization], ειδικά από εκείνους που δομούν την ιστορία και το τέλος της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ και το «καθήκον της σκέψης» του. Κάθε φορά που θα συναντάμε τη φιλοσοφία έξω από το αντιστάθμισμα μεταξύ «ανατολής» και «δύσης» θα είναι [αυτό] ανάστασις της φιλοσοφίας. Προς επίτευξη αυτού –και καθώς λαμβάνουμε τις τρεις ερωτήσεις που είναι, στην πραγματικότητα, το στοίχημα του Νανσύ– πρέπει να κατανοήσουμε ξανά τι σημαίνει να βρίσκεται κανείς στο «Jüngster Tag, το οποίο, φυσικά, πρέπει να γίνει κατανοητό ως οι τελευταίες ώρες. Βρισκόμαστε στις πολύ πρώτες μέρες της φιλοσοφίας.

«Θα σταθούμε μπροστά στο ακατόρθωτο; Ή θα συνεχίσουμε να είμαστε ικανοποιημένοι με τη φτωχή φιλοσοφική μας αυτονομία; Ή, γιατί όχι, να τελειώνουμε με αυτό, αφού έχουμε αποδείξει (κάτι που κανείς δε ζήτησε) την υπέροχη, μεγαλοπρεπή και άφθονη ανοησία;» (1)


Δεν υπάρχει κανένας θρήνος εδώ. Καμιά δειλή καρδιά που δεν ξεχύνεται απ’ το λαιμό όταν την καλούν τις ύστατες ώρες που ηχούν σιγανά άφθονη ανοησία. Καλεί ξανά. Αυτή που μιλά είναι η καρδιά της φιλοσοφίας. Η πληθωρική καρδιά της φιλοσοφίας — πληθωρική (2) με πάθος για το αφιλόξενο, πολυνομική καθώς ετοιμάζεται να ξεριζωθεί, να υποφέρει την καταστροφή… και την ανάστασις [anastasis].


I


Η έκκληση του Ζαν-Λυκ Νανσύ που ξεκινά με το απόσπασμα ενός άλλου (Χάιντεγκερ) και καταλήγει σε μια ερώτηση προς όλους τους άλλους πως είμαστε και θα είμαστε, αυτή η έκκληση, είναι μια πρόκληση, μια απαίτηση, μια πρόσκληση, μια δοκιμασία. Εμείς που γεννιόμαστε αυτές τις τελευταίες ώρες λαμβάνουμε αυτό το κάλεσμα ως τίποτα λιγότερο από ένα στοίχημα, το στοίχημα του Νανσύ, le pari de Nancy.


Κάθε έκκληση είναι ένα ξεκίνημα. Ακόμη και αν κατορθώσει να οδηγήσει στη σύσταση ή στην ίδρυση οποιουδήποτε πράγματος, δε θα έχει ωστόσο καμία απόλυτη δύναμη να εξασφαλίζει αυτό το «οικοδόμημα» από την κατάρρευση ή να εμποδίζει τις ανακαλύψεις των ομόλογων [στοιχείων] που παραμένουν στα ερείπια.


Οι ποιητές το γνωρίζουν αυτό, ακούν τις εκκλήσεις –της αγωνίας, της λαχτάρας, της απορίας– που είναι κρυμμένες στις λέξεις, είτε της καθημερινής ζωής είτε άλλων ποιητών, και στέλνουν αυτές τις λέξεις «out and across» (όπως λέει ο Τσέλαν στο «Die Schleuse») πειραγμένες αλλά όχι εξουθενωμένες. (3) Και με την βασανιστική αυτή, πληθωρική δύναμη της έκκλησης οι λάτρεις και αυτοί της ποίησης γίνονται οικείοι και, πριν από όλους ο Πλάτωνας που τη διέκρινε με τον νεολογισμό του mimesis, αν και λίγοι σήμερα αισθάνονται το βάσανο που έκλεισε μέσα της, αφού οι περισσότεροι δεν αναφέρονται στη λειτουργική της απομόνωση μέσα στην οικογένεια της (απο)μίμησης, της αληθοφάνειας, του ρεαλισμού.


Το βάσανο αυτό εντοπίζεται καταρχάς στα εισαγωγικά που παραδίδουν το λόγο του απόντος άλλου, εισαγωγικά που για τον Πλάτωνα υποκινούν την κατοχή μέσω των λέξεων, με την έκκληση κάποιου άλλου –αλλο-φωνία– κάνοντάς μας ένα πολυνομιακό ον, ικανό να αποτελέσει εστία άλλων νόμων. Αυτά τα σημεία [στίξης] καθιστούν τον εαυτό τους αόρατο τη στιγμή που ασκούν αυτή τη δύναμη, έτσι ώστε άλλες ακόμη άγνωστες δυνατότητες να ορμήσουν στο εύρος που ξεκινά να ανοίγεται γύρω από τα εισαγωγικά, που απλώνεται out and across. (4) Και τα ερωτηματικά –από τα πιο αρχαία έως τα πιο σύγχρονα, στην επιστήμη ή στην ποίηση, σωκρατικά, χαϊντεγκεριανά, φροϋδικά, αλτουσεριανά ή τα ερωτήματα που αμφισβητεί ο Ντεριντά– είναι και αυτά άλλες εκκλήσεις, που [κάτι] ξεκινούν, που παρακινούν.


Παραθέτοντας τον τίτλο του Χάιντεγκερ από το 1966 στον δικό του τίτλο, και στη συνέχεια υπενθυμίζοντας το δράμα της φιλοσοφίας και της σκέψης, ο Νανσύ άνοιξε ένα άλλο θέατρο, αφήνοντας να ακουστεί μια άλλη έκκληση, προκειμένου να το αφήσει να συγκρουστεί με αυτό που ο Χάιντεγκερ ζητούσε, αλλά και με αυτό που ο Νανσύ είχε ήδη ζητήσει στα πρόσφατα γραπτά του. Ποιο είναι το εύρος που έχει ανοίξει σε αυτό το ξεδίπλωμα αποσπασμάτων, όπου το «καθήκον» του Χάιντεγκερ δίνει τη θέση του στο στοίχημα του Νανσύ;



Διόνυσος, Πλάτωνας ή Ποσειδώνας; – Προτομή που ανασκάφηκε στη Βίλα των Παπύρων, πιθανώς κάποιου από τους τρεις. Πίστωση εικόνας: Wikimedia Commons

Λαμβάνουμε τις τρεις ερωτήσεις του σε μια ειδική συγκυρία, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί, ακολουθώντας τον Καντ, ως το «Jüngster Tag», που φυσικά πρέπει να γίνει κατανοητό ως οι τελευταίες ώρες. Βρισκόμαστε στις πολύ πρώτες μέρες της φιλοσοφίας. Βρισκόμαστε επίσης στις ώρες γέννησης ενός νέου όντος, του οποίου η συγκεκριμένη διαφορά υποδηλώνεται μόνο με τον όρο «τεχνολογικό» και που προκύπτει από αυτό που ήταν ο άνθρωπος. Σε αυτή την περίπτωση, εννοούμε πως γεννιέται κάτι συγκριτικά με το οποίο η φιλοσοφία θα θεωρούνταν πολύ πιο παλιά.


Όταν ο Χάιντεγκερ συγκαλούσε, επίσης το 1966, τη σκηνή της φιλοσοφίας που καταφέρνει να σβήσει μέσα στην ομοιόμορφη λάμψη της «τεχνολογικής κατανόησης του είναι», και όταν υπέδειξε μια ριζική μετατόπιση της ιστορίας της φιλοσοφίας ως ιστορία της μεταφυσικής, [ως] ιστορία της «δύσης» δηλαδή, αναφερόμαστε [τότε] στην εποχή που υπήρχε ένα δέος απέναντι στη φιλοσοφία. Όπως είπε στο «What Calls for Thinking», το 1951, «υπάρχει παντού ένα ζωηρό και όλο και πιο ευδιάκριτο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία» και «οι φιλόσοφοι θεωρούνται οι κατ’ εξοχήν στοχαστές». (5) Θα μπορούσε να προειδοποιήσει ενάντια στο «να φιλοσοφεί» κανείς ως πηγή μιας «πεισματικής ψευδαίσθησης πως σκεφτόμαστε».


Αλλά σήμερα η καρδιά της φιλοσοφίας μιλά σε έναν κόσμο όπου τα τμήματα φιλοσοφίας αποχρηματοδοτούνται ή οι ερευνητές καλούνται να ανταγωνιστούν για επιχορηγήσεις από εταιρείες για βιώσιμα έργα — αυτή είναι η σημερινή ειρωνεία, το να είμαστε «ικανοποιημένοι με τη φτωχή φιλοσοφική μας αυτονομία» — ενώ οι φιλόσοφοι που υπήρξαν «gadfly» για άνδρες στην αγορά, όπως ο Narendra Dabholkar και ο Govind Pansare, εκτελούνται δίχως καν μια σωκρακτική δίκη. Τώρα, ό,τι έχει απομείνει από τη λεγόμενη «ιστορία της φιλοσοφίας» λησμονείται ενεργά πίσω από τη βιομηχανική της ουσία που εξάγεται με τη μορφή «θεωρίας» και τώρα είναι η «σκέψη» που μπαίνει παντού ως τίτλος για τις δραστηριότητες των εταιρειών τεχνολογίας, η «επιστήμη δεδομένων» και τα όνειρα της τεχνητής νοημοσύνης και των μηχανών-μεσσιών.


Εάν η «φιλοσοφία» εξακολουθεί να είναι μια λέξη που δίνει μόνο προστιθέμενη αξία σε όλη αυτή την προώθηση της σκέψης, τότε θα μπορούσαμε να πούμε, με το ιδίωμα του Χάιντεγκερ, πως υπάρχει παντού ένα τόσο ζωηρό και συνεχώς πιο εμφανές ενδιαφέρον να σκεφτόμαστε ότι έχουμε την πεισματική ψευδαίσθηση πως φιλοσοφούμε. Επομένως, «το να σκεφτόμαστε», μια ακόμη λέξη της φιλοσοφίας (αν θα έπρεπε να εξακολουθούμε να μιλάμε σαν να υπάρχει αυτό το ένα πράγμα, η φιλοσοφία) θα έπρεπε να το προσεγγίσουμε –όπως η φιλοσοφία στο πλαίσιο των Abbaus και Destruktions– στο πλαίσιο μιας εξέτασης –κριτική; ψυχανάλυση; αποδόμηση;— προτού καλωσορίσουμε τα «καθήκοντά» της. Αυτό, και όχι μόνο το «τέλος της φιλοσοφίας», είναι το βάθος της καθιζημένης στάχτης τόσο της φιλοσοφίας όσο και της σκέψης· επομένως, το ερώτημα γιατί να μην τελειώσουμε με όλο αυτό πρέπει να είναι ο πικρός χλευασμός για όσους φαίνεται να γνωρίζουν πως έχει ήδη τελειώσει και πως δεν υπάρχει και τίποτα που να είναι στο χέρι τους να τελειώσουν.


για τον Χάιντεγκερ, η στέρηση του Είναι που δίνει τη δύση είναι δυνατή μόνο αφού εδραιωθεί «η δύση» ως γεγονός [fact], το οποίο όπως όλοι γνωρίζουμε είναι ένα πολύ πρόσφατα επινοημένο γεγονός.

Συμβαίνει, λοιπόν, εκεί όπου το δοκίμιο του Χάιντεγκερ είχε προχωρήσει στη δεύτερη ενότητά του για να σκιαγραφήσει τη φευγαλέα μορφή του «θέματος» της σκέψης, να ακούμε στο κείμενο του Νανσύ μια άρνηση να επεξηγηθεί τι σημαίνει «σκέφτομαι», μια συνειδητή επιφυλακτικότητα, [κάτι] σαν καθαρισμός της [γευστικής] παλέτας για μια άλλη γεύση φιλοσοφίας. Μάλλον το «καθήκον» εδώ ορίζεται επιμένοντας σε «μια φιλοσοφική σημασία» του λόγου [speech] της φιλοσοφίας για το τέλος της. Και σε αυτή την παύση, οι ίδιες οι λέξεις «αρχή» και «τέλος» έχουν απομακρυνθεί από τον Χάιντεγκερ. Αυτό προσδίδει μια διαφορετική σημασία σε αυτό που ο Νανσύ, πράγματι ο φιλόσοφος της αρχής, είχε ήδη πει: «Η φιλοσοφία ξεκινά από τον εαυτό της. Αυτό είναι ένα μόνιμο αξίωμα για την ίδια». Στο ίδιο κείμενο ο ίδιος είπε πως «Η αρχή(-ές) της φιλοσοφίας: η λέξη πρέπει να γραφτεί στον πληθυντικό». (6)



Empirical Construction, Julie Mehretu, Istanbul 2003. Πίστωση εικόνας: MoMA

II

Ξεκινώντας, λοιπόν, η «αρχή» θα πρέπει να διακρίνεται από την «προέλευση» ως η ουσία που δέχεται τις διαφορές που είναι ανεκτές γι’ αυτήν, δηλαδή παραμένει η ίδια όσο οι κατηγορίες παραμένουν μέσα σε ένα συγκεκριμένο εύρος. Αυτό σημαίνει πως η αρχή θα πρέπει στο εξής να διακρίνεται, όχι μόνο από την αρχική, την εναρκτήρια και την archē, αλλά κυρίως από το ουσιώδες μιας «φιλοσοφίας» που θα ήταν και το ουσιώδες «του δυτικού», έχοντας [δηλαδή] την ιστορία «της» εντός του εύρους που όρισε ο Χάιντεγκερ ως: η μεταφυσική ως οντοθεολογία ως η ιστορία της δύσης.


Αυτή η διαφορά ανατολικού-δυτικού είναι τόσο σκοτεινή όσο και η «οντολογική διαφορά» και είναι αδιάσπαστη από αυτήν [τη διαφορά] στον Χάιντεγκερ, όπου η πρώτη αποτελεί την προϋπόθεση για τη δεύτερη. Το δυτικό που είναι η μεταφυσική προωθείται μέσω της διατήρησης μιας στέρησης του Είναι, η οποία αρθρώνεται ως οντολογική διαφορά. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι για τον Χάιντεγκερ, η στέρηση του Είναι που δίνει τη δύση είναι δυνατή μόνο αφού εδραιωθεί «η δύση» ως γεγονός [fact], το οποίο όπως όλοι γνωρίζουμε είναι ένα πολύ πρόσφατα επινοημένο γεγονός.


Ο Νανσύ είχε αμφισβητήσει τη σκέψη του Χάιντεγκερ για τη φιλοσοφία, την ιστορία, το πεπρωμένο, την αρχή και το τέλος, λέγοντας ότι:


Αυτό ισοδυναμεί με την επιβεβαίωση ότι τίποτα ουσιαστικό δεν έχει συμβεί στο πεπρωμένο της Δύσης –τίποτε άλλο εκτός από την επιδείνωση της μεταφυσικής και το τεχνικό και δημοκρατικό της γίγνεσθαι [becoming]. … Δε θα υπήρχαν περισσότερες από μία ιστορία; Όλο και περισσότερες ή κάτι άλλο από «μια ιστορία»; Δε θα μπορούσε το ιστορικό να είναι πληθυντικό, διάσπαρτο εδώ κι εκεί σε ένα μονοπάτι λιγότερο τακτοποιημένο από αυτό που η συγκεκριμένη σκέψη αναθέτει στη Δύση; (7)


Η ουσιότητα της [διαφοράς] «ανατολής-δύσης» κατασκευάζεται από τις διάφορες εικόνες των Ελλήνων και αναφέρεται σε αυτές σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, ο Χάιζενμπεργκ θεώρησε απαραίτητο να αναφερθεί στην έννοια της στέρησης του Αριστοτέλη προκειμένου να δικαιολογήσει τη συνύπαρξη καταστάσεων στην κβαντική μηχανική. Με πολύ πιο κωμικό τρόπο, και οι Ινδοί πολιτικοί έκαναν αυτή τη χειρονομία και αναφέρθηκαν σε παλιές ιστορίες ή έπη προσπαθώντας να κατασκευάσουν μία ανατολική ουσιότητα: υποστηρίζεται ότι τα αεροπλάνα υπήρχαν στην αρχαία υποήπειρο, όπως και ότι υπήρχε διαδίκτυο· μιας και όλοι οι θεοί επικοινωνούσαν μεταξύ τους και με τους ανθρώπους σε μεγάλες αποστάσεις. Ο Νανσύ προειδοποιεί πως εμείς:


παραγνωρίζουμε με αυτόν τον τρόπο ότι με και μετά τους Έλληνες έχουν συμβεί πολλά που δεν προέρχονται πάντα από τους Έλληνες. Χρειαζόμασταν όμως την εικόνα αυτή των Ελλήνων γιατί δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε —ή μόνο με μεγάλη δυσκολία— να πάμε πιο πίσω. (8)


Αυτή η κατασκευή της «αρχής της φιλοσοφίας» διαμόρφωσε τη διαρκή προϋπόθεση, όχι για τη φιλοσοφία, αλλά για μια πρόσφατη, περίπου τριακοσίων ετών, αυτο-βιο-γραφία της φιλοσοφίας, όπως εδραιώνεται μέσα από ορισμένα κείμενα φιλοσόφων. Είναι επίσης ένα από αυτά που, όπως και θα έπρεπε πολύ νωρίτερα, έφτασαν στο τέλος τους.


Στη Jüngster Tag αυτά είναι τα πράγματα που πρέπει να κάνει κανείς επειγόντως: να κάνει απολογισμό των συνθηκών και ιδιαίτερα του τι σημαίνει «συνθήκη» και του ποια η διαφορά της με το είναι, την αιτία όπως και τη λογική. Εκεί όπου η καρδιά της φιλοσοφίας [θα] μιλά σε οποιαδήποτε γλώσσα, με οποιοδήποτε όνομα ή ανώνυμα, αυτό θα είναι το φιλοσοφικό της καθήκον. Ας σταθούμε, προς το παρόν, σε δύο προϋποθέσεις.


Στο «The Ister» και στο «Germania», ο Χαίλντερλιν θα διέβλεπε στον Γάγγη και στον Ινδό [ποταμό] τις συνθήκες για να συλλάβει μια αρχική δύναμη (μια δύναμη που ήταν και είναι εύκολα αναγνωρίσιμη στο ιδίωμα της πυροφιλίας ως η Άρια φωτιά – μια πυροφιλία που στέκεται επίσης ως το άλλο της φιλοσοφίας).

Πρώτον, η διαφορά ανατολικού-δυτικού μοιάζει με τους δίδυμους θεούς που επικαλούνται τη μεταφορά των δίδυμων ποταμών στο ποίημα «Der Ister» του Χαίλντερλιν (καμία έκπληξη, [μιας και] για τους μετα-καντιανούς, μαζί και τους Χαίλντερλιν, Χέγκελ και τους υπόλοιπους Γερμανούς Ρομαντικούς η φιλοσοφία ξεκίνησε να ασχολείται εμμονικά με την «Ευρώπη», τη «δύση» και την «ανατολή»):


und Füllen gleich In den Zaum knirscht er,

and like foals He grinds the bit,

Der scheinet aber fast

Rükwärts zu gehen und

Ich mein, er müsse kommen

Von Osten.

Yet almost this river seems

To travel backwards and

I think it must come from

The East. (9)


Συμπεριλαμβανομένων των αντιθέσεων «της δύσης και των υπολοίπων» και της «φιλοσοφίας και σκέψης» του Χάιντεγκερ, αυτά τα δίδυμα έλαβαν πολλές προσωποποιήσεις [avatars] —τη διάκριση των τομέων σκέψης, τη διάκριση των στυλ και των προβληματισμών της σκέψης, τις χαρτογραφικές συγχύσεις, το γεωγραφικό-πολιτικό, το τεχνο-μιλιταριστικό. Έλαβαν αυτές τις προσωποποιήσεις [avatars] προκειμένου να μας αποπροσανατολίσουν από το «τέλος» προσδίδοντας μια παραπλανητική αίσθηση στις πράξεις μας.


Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, αυτή η οικοδόμηση δε γινόταν από μόνη της μέσα και σε όλη την Ευρώπη. Στην υποήπειρο, αυτή η διάκριση ανατολικού και δυτικού καθιερωνόταν την ίδια περίπου εποχή μέσα από τις συλλογικές προσπάθειες κωδικοποίησης και διάκρισης θρησκειών και πολιτισμών της Ανατολής από αποικιοκράτες και στοχαστές της ανώτερης κάστας. Μια πολύ σημαντική ανταπόδοση που οικοδομείται πάνω στη διαφορά Δυτικού-Ανατολικού είναι η υιοθέτηση και η εκ νέου εφεύρεση της διάκρισης «Άρειος – μη-Άρειος» από τις Γερμανικές, Βρετανικές και Γαλλικές Ινδολογίες· μια διάκριση στην αναπτυξιακή περίοδο της οποίας παραδόθηκαν μακάβριες πολιτικές συνέπειες τόσο στην υποήπειρο όσο και στην Ευρώπη. Στο «The Ister» και στο «Germania», ο Χαίλντερλιν θα διέβλεπε στον Γάγγη και στον Ινδό [ποταμό] τις συνθήκες για να συλλάβει μια αρχική δύναμη (μια δύναμη που ήταν και είναι εύκολα αναγνωρίσιμη στο ιδίωμα της πυροφιλίας ως η Άρεια φωτιά – μια πυροφιλία που στέκεται επίσης ως το άλλο της φιλοσοφίας). Αυτές οι συνθήκες προκάλεσαν την «πολιτική των Αρείων», η οποία είχε άμεση επίδραση στην Ευρώπη τον 18ο και 19ο αιώνα. Οι σύγχρονοί τους στην υποήπειρο ήταν η εθνικιστική μορφή του «Άρειου λαού» μέσω του οποίου οι ανώτερες κάστες, ιδιαίτερα ο Βιβεκάναντα και ο Γκάντι, και ολόκληρο το φάσμα των σύγχρονων οργανώσεών τους, βοήθησαν στην επινόηση της «ινδουιστικής» θρησκείας και του φασισμού της, που κυβερνά τώρα την Ινδία.


Έκανε έκκληση, λοιπόν, για «μια σκέψη, ακόμη και έναν κόσμο», που δε θα ήταν «ούτε μεταφυσική ούτε υποφυσική». Η φιλοσοφία αρχίζει ξανά, και ξανά, να αναζητά αυτή τη σκέψη, η οποία είναι το ατέρμονο, αμετάκλητο «για τι» ή το τέλος

Την ίδια περίπου εποχή που ο Χάιντεγκερ επένδυε στη διάκριση ανατολικό-δυτικό στη Γερμανία, ο Μαχάτμα Γκάντι στην Ινδία ασχολήθηκε με ένα πολύ παρόμοιο έργο. Για τον Γκάντι, όπως και για τον Χάιντεγκερ, η Δύση σηματοδότησε μια παρακμή στον άνθρωπο παρά τα τεχνοεπιστημονικά της επιτεύγματα. Ο Γκάντι έβλεπε το ανατολικό σε όλα εκείνα τα μέρη όπου ο άνθρωπος δεν παρέκκλινε από το φυσικό. Για τον Γκάντι, το δυτικό ήταν ο προσδιορισμός της απόκλισης από το φυσικό, και επομένως ο προσδιορισμός των απαραίτητων αποκαλύψεών της. Το 1909 Εκείνος έγραψε για τη δύση:


αυτός ο πολιτισμός είναι αθρησκεία, και έχει κατακτήσει τόσο τους ανθρώπους στην Ευρώπη που φαίνεται να είναι ημίτρελοι.

Αυτός ο πολιτισμός είναι τέτοιος που δε χρειάζεται παρά να κάνει κανείς υπομονή και θα αυτοκαταστραφεί. (10)


Αντιτάχθηκε επίσης στη φιλοσοφία καθώς και στη Δύση ως σατανική απέναντι στην καλή σκέψη, που μπορεί να ονομαστεί υποφυσική. Ενώ η μεταφυσική μπορεί να υποδηλωθεί με τον τύπο «Το Είναι είναι Χ», η υποφυσική σκέψη, του είδους της υπάρχουν πολλές, αλλά η οποία διατυπώθηκε ανάμεσα από όλους τους σύγχρονους στοχαστές του κόσμου περισσότερο εξαντλητικά από τον Γκάντι, μπορεί να δηλωθεί με τον τύπο «Η φύση είναι αξία» όπου η φύση είναι ό,τι δεν είναι ανθρωπογενές. Οι ρατσισμοί, συμπεριλαμβανομένου του μεταφυσικού ρατσισμού του Χάιντεγκερ και της τάξης των καστών της υποηπείρου, είναι είδη υποφυσικής, όπως και ορισμένες αποφάσεις του γερμανικού ρομαντισμού. Η μεταποικιακή θεωρία (η οποία συχνά συνδυάζει τον Γκάντι και τον Χάιντεγκερ και πολλούς άλλους στοχαστές της «Ευρώπης», του «δυτικού πολιτισμού» και της «νεωτερικότητας») και οι μεταποικοιακές πολιτικές, όπως ασκούνται στην υποήπειρο, έχουν λειτουργήσει ως προσωπείο της «Άρειας» πολιτικής που τώρα εξελίσσεται στα έργα πολλών πρώην μετα-αποικιστών.


Επιπλέον, αυτές οι πολιτικές συνέπειες της οικοδόμησης της «Ευρώπης», του «δυτικού» και του «ανατολικού» και του μη-δυτικού με ποικίλους άλλους τρόπους δεν πρέπει να εντοπίζονται αποκλειστικά στην ιστορία της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ. Φυσικά, υπάρχουν πολλά άλλα που προέκυψαν από την διαφορά ανατολικού-δυτικού, συμπεριλαμβανομένης της άφιξης στην Ευρώπη της «απελευθερωμένης» εικόνας του «pariah» (αγγλικός όρος για «parayar» που επικρατεί στα νότια της υποηπείρου και ένα έμβλημα του «άμεμπτου» και της τάξης της κάστας) που αντιπαραβάλλει τώρα το «parvenu» με τρόπο που θα έπρεπε να εξακολουθεί να μας ενοχλεί).


Αυτές οι περιπτώσεις θα αρκούσαν για να υποδείξουν ότι η διαφορά ανατολικού-δυτικού ήταν αποτέλεσμα αμοιβαίων συντονισμών και σειράς μιμήσεων του ενός από το άλλο, σε τέτοιο βαθμό που, περιστασιακά, αναρωτιέται κανείς όπως ο Όργουελ:


Τα ζώα απ’ έξω κοίταζαν από γουρούνι σε άνθρωπο και από άνθρωπο σε γουρούνι και ξανά από γουρούνι σε άνθρωπο. Αλλά ήταν πια αδύνατο να αποφανθεί κανείς ποιος ήταν ποιος.


Ωστόσο, αυτό που είναι ακόμη πιο ανησυχητικό είναι αυτό που αποκλείεται από την αδελφοποίηση [twinship] και καθίσταται «μη στερούμενο», ή αυτό που δεν είναι ικανό στέρησης μιας ανήσυχης σκέψης. Οι άνθρωποι και οι κόσμοι που θεωρούνται έξω από τις ποικίλες φαντασίες της διαφοράς ανατολικού-δυτικού –οι άνθρωποι στην Αφρική, οι ιθαγενείς της Αμερικής, οι ντόπιοι της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, οι Σκανδιναβοί, οι Κεντροασιάτες, οι νότιοι Ινδιάνοι ονομάζονται Δραβίδες. Και αυτοί οι λαοί μπορούν να αφομοιωθούν ως τα «κατηγορήματα» [predicates] της διαφοράς ανατολικού-δυτικού, κάτι που προσπαθεί να κάνει και οι «απο-αποικιακές» σπουδές, απέναντι σε μεγάλες δυσκολίες.



Προϊστορικές ζωγραφιές χεριών στο Σπήλαιο των Χεριών στην Αργεντινή, που πιστεύεται πως είναι άνω των 10.000 ετών. Πίστωση εικόνας: theconversation.com

III


Εάν η φιλοσοφία πρέπει να διασωθεί για ένα άλλο ξεκίνημα, τότε πρέπει πρώτα να απεγκλωβιστεί από τη φυλετικοποίηση, απορρίπτοντας αυτούς τους προσανατολισμούς και τους ανατολισμούς, μήπως κινδυνεύσει να γίνει μια «λευκή θεωρία» [white theory]. Μέσα από αυτό, αναδεικνύεται μια άλλη κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο δοκιμίων που φέρουν σχεδόν το ίδιο όνομα. Ο Χάιντεγκερ δεν μπορούσε παρά να ξεκινήσει την έκκλησή του για μια άλλη σκέψη ως «η σκέψη που δεν είναι ούτε μεταφυσική ούτε επιστήμη». Αλλά ο Νανσύ αναγνώριζε εξίσου τους κινδύνους στη σκέψη του Χάιντεγκερ όσο και στη σκέψη του Γκάντι, καθώς «κινδυνεύει να διαλύσει στον “ωκεανό της Αλήθειας” την ίδια την ύπαρξη των ανδρών και των γυναικών που η ίδια αυτή “Αλήθεια” θα έπρεπε να φωτίζει». Έκανε έκκληση, λοιπόν, για «μια σκέψη, ακόμη και έναν κόσμο», που δε θα ήταν «ούτε μεταφυσική ούτε υποφυσική». (11)


Η φιλοσοφία αρχίζει ξανά, και ξανά, να αναζητά αυτή τη σκέψη, η οποία είναι το ατέρμονο, αμετάκλητο «για τι» ή το τέλος –όχι το τέλος ως προδιαγεγραμμένη-τέλεια κατάρρευση ούτε το τέλος ως η εικόνα του «κόσμου» που συγκεντρώνει τα πάντα στον καθρέφτη της «δύσης»– αλλά το τέλος ως «τελικά», αυτά που περιμένουν τις άγνωστες ακόμη γέννες και εκρήξεις τους στην πολυνομία όλων των πραγμάτων. Κάπως έτσι πλησιάζουμε το στοίχημα του Νανσύ, μέσα από εκείνη τη μία ερώτηση από τις τρεις που απελευθερώνει μια έκρηξη του «τέλους» και των «τελικών»: Θα σταθούμε μπροστά στο ακατόρθωτο; (12)


Κανένα καθήκον ή θέμα [Sache] δεν ανακοινώνεται εδώ, αφού το φιλοσοφικό νόημα ήδη διακυβεύεται και ξεκινά πάλι με αρχές και «τελικά»: τι είδους τέλος είναι «το ακατόρθωτο» και τι είδους αρχή λαμβάνει θέση; Πώς θα απαντήσουμε σε αυτό το στοίχημα; Εμείς, των οποίων οι συνθήκες, όπως αυτές ήταν μέχρι πρότινος, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά οντολογικού-δυτικού-ανατολικού, έχουν γίνει ακατόρθωτες;


Θα πρέπει να εξοικειωθούμε με το ακατόρθωτο: σήμερα, η πρόσφατη ουσία [substance], το «ανατολικό-δυτικό», έχει λάβει περισσότερα «κατηγορήματα» από όσα θα μπορούσε να αντέξει. Γίνεται τώρα κάτι άλλο με τρόπο ανάλογο προς αυτόν του μηχανοκίνητου αυτοκινήτου που είχε λάβει πολλές τροποποιήσεις τις τελευταίες δεκαετίες –τετρακίνητο, έγχυση καυσίμου, δορυφορική πλοήγηση κ.λπ.– στον βαθμό μάλιστα που αυτό που ξεκίνησε ως ένα κομμάτι ελευθερίας κινήσεων έχει πλέον εκτοπιστεί, με τα αυτοοδηγούμενα αυτοκίνητα, λόγω της «κινητής φυλάκισης». Είναι το αυτοκίνητο δηλαδή που έχει μετατοπιστεί σε φυλακή. Η διασπορά όλων των πραγμάτων που συγκρατούνται από τη συγκεχυμένη διαφορά μεταξύ ανατολικού και δυτικού είναι εμφανής. Η κρίση της διαφοράς ανατολικού-δυτικού, που έχει εκκενωθεί από το ουσιώδες και την έννοια της ουσίας [substance], έχει δημιουργήσει μια stasis [στάση].


ακούμε στο κείμενο του Νανσύ μια άρνηση να επεξηγηθεί τι σημαίνει «σκέφτομαι», μια συνειδητή επιφυλακτικότητα, [κάτι] σαν καθαρισμός της [γευστικής] παλέτας για μια άλλη γεύση φιλοσοφίας.

Οι όροι και τα κενά που συγκρατεί αυτή η διαφορά μέσα από διάφορες αρθρώσεις απελευθερώνονται και διασκορπίζονται χωρίς κάποιον άλλο περιεκτικό νόμο. Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το τέλος σε αυτήν την περίπτωση ως κρίση με την οποία η φιλοσοφία έχει μια περίπλοκη σχέση και ιδιαίτερα σήμερα: βρισκόμαστε ήδη πέρα ​​από την εποχή της κριτικής, η οποία χρειάζεται επαρκή διαλείμματα/παύσεις ανάμεσα στις ενέργειες προκειμένου να τις γνωρίσει σε βάθος. Αυτό το διάλειμμα/η παύση είναι που μας λείπει στην εποχή της ταχύτητας του φωτός. Η κριτικοποίηση είναι αυτή που έχει έρθει να πάρει τη θέση της κριτικής. Όταν τα στοιχεία ενός συστήματος φτάνουν στα όριά τους και μετατρέπονται σε κάτι άλλο με νέες λειτουργικές σχέσεις που αυτό το σύστημα δεν μπορεί πλέον να φιλοξενήσει, μαζί με τα όρια των άλλων στοιχείων, αυτό που προκύπτει είναι η κριτικοποίηση. Η κριτικοποίηση υπερβαίνει τις δυνάμεις της κριτικής για τον καθορισμό των ορίων και την αποκατάσταση των στοιχείων του συστήματος. Η κριτικοποίηση οδηγεί σε στάση.


Ας ξεκινήσουμε με την ακόλουθη δήλωση του Νανσύ:


«Με άλλα λόγια, πρέπει να μάθουμε να υπάρχουμε χωρίς να είμαστε και χωρίς προορισμό, να ισχυριζόμαστε πως δεν ξεκινάμε ή ξαναρχίζουμε τίποτα –και επιπλέον να μην καταλήγουμε». (13)

Αυτό σημαίνει ότι η φιλοσοφία που πρόσφατα απομονώθηκε λειτουργικά στη διαφορά «δυτικού-ανατολικού», και στη συνέχεια υπέστη τη στάση που δημιουργήθηκε από αυτή τη διαφορά, πρέπει να λάβει θέση έξω από αυτήν. Ανάστασις.

Η ανά-σταση είναι αυτή που έρχεται πάνω από τη στάση.

Η Στάση προέρχεται από την υποθετική ρίζα «*sta» που σημαίνει «κρατάω στη θέση του» ή «κρατάω σταθερά». (14) Από την ίδια ρίζα προέρχεται και το αρχαίο ελληνικό «ἵστημι» που σημαίνει «στέκομαι»). Η στάση, στην ελληνική πόλη, λέγεται πως συνέβαινε όταν δύο ή περισσότερες φατρίες ισχυρίζονταν πως υπαγορεύουν τους νόμους που θα εμπεριέχουν τη ζωή τους μαζί στην πόλη. Η κατάσταση αδράνειας λόγω διαμάχης ή εμφυλίου πολέμου αποτελεί επίσης στάση, αφού σε αυτή την περίπτωση δεν ισχύει κανένας νόμος.


Στην εποχή μας, υποβάλλουμε την κριτικοποίηση όλων εκείνων των συνθηκών –πνευματικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών και τεχνολογικών– μέσω της κριτικής και ακόμη και η κριτική είχε λειτουργήσει. Η Ανάστασις καταλαμβάνει το κριτικοποιημένο σύστημα προκειμένου να διασώσει από αυτό τις ομολογίες [homologies], να δώσει στις ανήσυχες, δίχως λειτουργικές απομονώσεις αναλογίες το πάθος γιατο αφιλόξενο, αφήνοντας ταυτόχρονα σε έναν ορίζοντα ανησυχίας να αποκαλύψει μια σειρά από περιεκτικούς νόμους για την ενεργό πολυνομία. Πράγματι, όπως ανακάλυψε και σιχαινόταν ο Γκάντι, η Ανάστασις αφήνει ερείπια.



The Forest in Winter at Sunset, Théodore Rousseau; Πίστωση εικόνας: Wikimedia Commons

Η Ανάστασις δεν είναι ούτε η ανάσταση [resurrection] ούτε η ανάσταση νεκρών, αλλά «έχει να κάνει με αυτό που η ανάστασις δεν είναι ή δεν προκύπτει από τον εαυτό, από το κύριο θέμα, αλλά από τον άλλο». Η Ανά-σταση είναι η άνοδος του άλλου, που για εμάς θα ήταν το άλλο της διαφοράς ανατολικού-δυτικού. Τι είναι όμως αυτό που έρχεται μετά τις διακοπές [vacation] της διαφοράς ανατολικού-δυτικού; Οποιαδήποτε εμφάνιση της φιλοσοφίας έξω από το αντιστάθμισμα μεταξύ ανατολικού και δυτικού θα είναι Ανάστασις της φιλοσοφίας. Χωρίς αμφιβολία, αυτή η δυνατότητα ανήκει πλέον και στα μηχανήματα –υπολογιστές. Δίνουν τις αρχές [principles] για να ζήσουμε. Δεν έχουμε τις συνθήκες για να προετοιμαστούμε για οτιδήποτε μπορεί να έρθει, αλλά θα πρέπει να ανακαλύψουμε και να αναπτύξουμε αυτές τις νέες ικανότητες με τις οποίες θα το καταφέρουμε. Όπως θα έλεγε ο Ντεριντά, πάρτε το χρόνο σας αλλά να είστε γρήγοροι, γιατί δεν ξέρετε τι σας περιμένει. (15)

Η Ανάστασις είναι η σκοτεινή αρχή που θα συγκέντρωνε τα ερείπια που ανήκαν [τόσο] στο δυτικό όσο και στο ανατολικό για να κάνει από αυτά μια χρυσαλλίδα. Και θα ενεργοποιήσει τα πλήρως ανεπτυγμένα έντομα που θα γεννηθούν μέσα της. Θα εκτοξευτούν σε εντελώς άλλους ουρανούς, με τα δικά τους διαστήματα, και χωρίς να ανταλλάσσουν προσανατολισμούς και ανατολισμούς. Θα καταφέρουμε να ακούσουμε τις συνομιλίες τους εάν μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε αυτό το επερχόμενο τέλος της διαφοράς ανατολικού-δυτικού.


Divya Dwivedi, 13 Ιουλίου 2021


Translated by IOANNIS ANDRONIKIDIS


 

NOTES

1. Ζαν-Λυκ Νανσύ, «“The End of Philosophy and the Task of Thinking”», Philosophy World Democracy 2.7 (Ιούλιος 2021).


2. Το πληθωρικό δεν έχει καμία σχέση με την παρουσία.


3. Σημείωση του Μεταφραστή: διατηρείται η αγγλική απόδοση «out and across». Στα αγγλικά συναντάμε το «Die Schleuse» του Πάουλ Τσέλαν ως «The Lock Gate», ενώ το «out and across» αποτελεί μεταφραστική απόδοση του γερμανικού «hinaus- und hinüberzuretten».


4. Σημείωση του Μεταφραστή: διατηρείται η αγγλική απόδοση από το «Die Schleuse» του Τσέλαν που συναντάται στην προηγούμενη σελίδα.


5. *Μάρτιν Χάιντεγκερ, «What Calls for Thinking?» στο Martin Heidegger: Basic Writings. Επιμέλεια David Farrell Krell. San Francisco: Harper Collins, 1993, σελ. 370.


6. Νανσύ, The Creation of the World or Globalization. Μετάφραση François Raffoul και David Pettigrew. Albany: SUNY Press, 2007, σελ. 77, 83.


7. Νανσύ, The Banality of Heidegger. Μετάφραση Jeff Fort. Νέα Υόρκη: Fordham University Press, 2017, σελ. 37.


8. ό.π., σελ. 39.


9. Σημείωση του Μεταφραστή: στα ελληνικά, βλ. την έκδοση Χαίλντερλιν: Ποιήματα (εκδόσεις Στιγμή, 2013), ενώ για μια πιο πρόσφατη συλλογή, βλ. Χαίλντερλιν: Ποιήματα (εκδόσεις Αρμός, Ιούλιος 2020).


10. Μαχάτμα Γκάντι, Gandhi: Hind Swaraj and Other Writings. Επιμέλεια Anthony J. Parel. Cambridge: Cambridge University Press, 1997, σελ. 37.


11. Ζαν-Λυκ Νανσύ, «Πρόλογος στους Shaj Mohan and Divya Dwivedi», στο Gandhi and Philosophy: On Theological Anti-Politics. Λονδίνο: Bloomsbury Academic, 2019, σελ. ix.


12. Σημείωση του Μεταφραστή: Η λέξη «τελικά» χρησιμοποιείται στο κείμενο ως προσδιορισμός αντί της επανάληψης «το τέλος στον πληθυντικό αριθμό». Δίπλα στο «τελικά» και «τελικών» εννοούνται τα πράγματα ή οι καταστάσεις/συνθήκες που πιθανόν αμφισβητούνται ή επαναπροσδιορίζονται με κάθε γέννα ή έκρηξη.


13. Νανσύ, The Banality of Heidegger, σελ. 59.


14. Σημείωση του Μεταφραστή: Η ρίζα *sta αποτελεί αμάρτυρο υποθετικό τύπο. Για το ἵστημι, βλ. επίσης *stísteh- και *steh-, ενώ για τη σημασία, βλ. το γερμανικό stehen.


15. Ντεριντά, «The University without Condition», στο Without Alibi. Stanford CA: Stanford University Press, 2002, σελ. 237.

Related Articles

«Το τέλος της φιλοσοφίας και η αποστολή της σκέψης»

JEAN-LUC NANCY

On the Bastard Family of Deconstruction

SHAJ MOHAN

bottom of page